- εγκαρσιώνω
- [-ώ (ο)] μετ. класть, ставить поперёк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκαρσιώνω — και εγκαρσιώ ( όω) 1. τοποθετώ λοξά, διαγώνια 2. ναυτ. τοποθετώ κεραία ή πανί κάθετα προς το πλοίο … Dictionary of Greek